- Πανάρα
- Πανάρᾱ , Πανάρηςmasc nom/voc/acc dualΠανάρᾱ , Πανάρηςmasc voc sg (attic)Πανάρᾱ , Πανάρηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναρά — παναρά, ἡ (ΑΜ) ολική κατάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀρά «κατάρα»] … Dictionary of Greek
ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… … Dictionary of Greek